- άπριγδα
- ἄπριγδα επίρρ. (Α)απρίξ*.[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. εκφραστικός, σύνθετος από α- επιτατικό και πρίω «πριονίζω». Παράλληλος τ. απρίξ*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἄπριγδα — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπριγδ' — ἄπριγδα , ἄπριγδα indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απριγδόπληκτος — ἀπριγδόπληκτος, ον (Α) [άπριγδα] αυτός που τον κτυπούν αδιάκοπα … Dictionary of Greek